- διαβατάρης
- ο , διαβατάρα и διαβατάρισσα η см. διαβάτης
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαβατάρης — ο (θηλ. άρα και ισσα, η) [διαβάτης] διαβάτης, οδοιπόρος, περαστικός … Dictionary of Greek
διαβατάρης, -α, -ικο — ο διαβατάρικος, ο περαστικός, αυτός που δε μένει μόνιμα κάπου: Τα πουλιά που αποδημούν ονομάζονται και διαβατάρικα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαφροδιαβατάρης — ισσα και άρα, ικο αυτός που διαβαίνει, που προχωρεί με ελαφρό βήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + διαβατάρης] … Dictionary of Greek
διαβατάρικος — η, ο ο διαβατάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)