διαβατάρης

διαβατάρης
ο , διαβατάρα и διαβατάρισσα η см. διαβάτης

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "διαβατάρης" в других словарях:

  • διαβατάρης — ο (θηλ. άρα και ισσα, η) [διαβάτης] διαβάτης, οδοιπόρος, περαστικός …   Dictionary of Greek

  • διαβατάρης, -α, -ικο — ο διαβατάρικος, ο περαστικός, αυτός που δε μένει μόνιμα κάπου: Τα πουλιά που αποδημούν ονομάζονται και διαβατάρικα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλαφροδιαβατάρης — ισσα και άρα, ικο αυτός που διαβαίνει, που προχωρεί με ελαφρό βήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + διαβατάρης] …   Dictionary of Greek

  • διαβατάρικος — η, ο ο διαβατάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»